ανεκδήλωτος

ανεκδήλωτος
-η, -ο
αυτός που δεν εκδηλώνεται, δε φανερώνεται: Και στα πολιτικά και στ' άλλα είναι άνθρωπος ανεκδήλωτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανεκδήλωτος — η, ο εκείνος που δεν εκδηλώθηκε, αφανέρωτος …   Dictionary of Greek

  • ανέκφραστος — η, ο (AM ἀνέκφραστος, ον) εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να εκφράσει, απερίγραπτος, άφατος νεοελλ. 1. αυτός που δεν εκφράστηκε από κανένα, ανομολόγητος, ανεκδήλωτος 2. εκείνος που δεν έχει έκφραση, που έχει άτονο ύφος …   Dictionary of Greek

  • αφαντασίαστος — ἀφαντασίαστος, ον (AM) [φαντασιάζομαι] 1. αφανέρωτος, ανεκδήλωτος 2. χωρίς τρομακτικά όνειρα 3. απαλλαγμένος από φαντασιώσεις …   Dictionary of Greek

  • ενδόμυχος — η, ο επίρρ. α 1. ο μύχιος, ο κρυμμένος στα κατάβαθα, απόκρυφος, μυστικός. 2. (για συναισθήματα), ο ανεκδήλωτος, ανομολόγητος, μυστικός. 3. το ουδ. πληθ. ως ουσ., ενδόμυχα το βάθος της συνείδησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”